- παιδοσπόρος
- παιδοσπόρος, -ον (ΑΜ)αυτός που γεννά τέκνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδοσπόρον — παιδοσπόρος begetting children masc/fem acc sg παιδοσπόρος begetting children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοσπόρα — παιδοσπόρος begetting children neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοσπόρου — παιδοσπόρος begetting children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοσπόρους — παιδοσπόρος begetting children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδοσπορία — παιδοσπορία, ἡ (ΑΜ) [παιδοσπόρος] γέννηση παιδιών … Dictionary of Greek
παιδοσπορώ — παιδοσπορῶ, έω (Α) [παιδοσπόρος] γεννώ παιδιά … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek